Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Κατ' εικόνα

   Στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ο φόνος ήταν πάλι σε διαμέρισμα. Ένα ψιλόβροχο μούσκευε τα πάντα. Κοίταξε αργά και διερευνητικά γύρω του. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα, καταστήματα, ένα περίπτερο και αρκετοί διερχόμενοι που έτρεχαν να προφυλαχθούν από τη βροχή. Κανείς δεν υπήρχε που να ταιριάζει με το πτώμα του πρώτου ορόφου. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε με το ζόρι. Πήρε κάνα δύο τζούρες και το σύννεφο καπνού χάθηκε αυτοστιγμεί από τον αέρα. Έκανε μερικά βήματα και βγήκε στο κεντρικό δρόμο. Ο Βασίλης είχε μείνει στο διαμέρισμα. Φτάνοντας στη γωνία είδε με την άκρη του ματιού του έναν άντρα να στέκεται σε απόσταση αναπνοής, στα δεξιά του. Για μια στιγμή πίστεψε ότι είναι κάποιος περαστικός, αλλά αναθεώρησε γρήγορα. Γύρισε απότομα και τον κοίταξε. Ο σωσίας του πτώματος στεκόταν μπροστά του με βλέμμα σαρκαστικό. Για μερικές στιγμές ο χρόνος φάνηκε να κυλάει αργά και βασανιστικά. Ο Αχιλλέας ένιωσε μια ορδή σκέψεων και πιθανών σεναρίων να διαπερνάει το μυαλό του απ’ άκρη σε άκρη. Αισθάνθηκε για πρώτη φορά τον φόβο να του χτυπάει την πόρτα. Το χέρι του τρεμούλιασε. Σκέφτηκε να πιάσει το όπλο που βρισκόταν στη ζώνη του. Ο ξένος χαμογέλασε και μια σειρά από κιτρινισμένα δόντια εμφανίστηκαν στο βρεγμένο του πρόσωπο. Το πιο άσχημο χαμόγελο που είδε ποτέ στη ζωή του. Άρπαξε το όπλο και τότε το χέρι του ζωντανού πτώματος πετάχτηκε με φόρα και έσκασε στο κούτελο του Αχιλλέα. Κι όλα χάθηκαν…

Ένα απόσπασμα από το διήγημα "Κατ' εικόνα"

Αποδοχή

     Το βήμα του ήταν αργό και χωρίς ρυθμό. Έμοιαζε περισσότερο με περπάτημα μεθυσμένου που συνέρχεται σταδιακά. Τα δέντρα γύρω του σιωπηλά, ξεπηδούσαν σε κάθε βήμα του μέσα από την πυκνή ομίχλη που κάλυπτε τα πάντα. Βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος. Ήταν όλα θολά. Δεν ήταν όμως όνειρο. Βρισκόταν πράγματι εκεί. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ώρα. Για την ακρίβεια δεν ήξερε καν που βρισκόταν. Ούτε πως κατέληξε εκεί. Η μνήμη του ήταν κενή. Τα πόδια του γλιστρούσαν απαλά επάνω στο υγρό χορτάρι. Ήταν ξυπόλητος. Παρόλα αυτά όμως δεν έδειχνε να ενοχλείται ιδιαίτερα. Ίσως και καθόλου. Τα κοίταξε για λίγο και στράφηκε πάλι μπροστά χωρίς να δώσει πολύ σημασία. Η κρίση του έμοιαζε με λιμνάζοντα νερά. Μετά βίας μπορούσε να κάνει σκέψεις. Το κεφάλι του πονούσε ελαφρά. Δεν υπήρχε δρόμος μπροστά του. Προχωρούσε απλά χωρίς προορισμό, μέσα από ένα νοητό μονοπάτι που κανείς δεν ήξερε που κατέληγε. 
   Χάιδεψε μηχανικά το πρόσωπό του για να διαπιστώσει ότι ήταν βρεμένο. Έκλαιγε; Ίσως. Ή υγρασία πάντως γύρω του ήταν τόσο έντονη, που σε αρρώσταινε. Ενδεχομένως και αυτό να τον έκανε έτσι. Τι με ξέβρασε εδώ, σκέφτηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένα. 
   Τα ρούχα του έπεφταν επάνω στο σώμα του νωπά από τον καιρό γύρω του, δείχνοντας και αυτά το ίδιο ταλαιπωρημένα με τον ίδιο. 
   Συνέχισε να περπατάει, χωρίς να ξέρει γιατί. 
   Αργά. Νωχελικά. Σαν κάτι να τον οδηγούσε. 
   Ανάμεσα από το χορτάρι ξεπηδούσε πότε πότε άτακτα κάποιο λουλούδι του δάσους, σπάζοντας την μονοτονία του πράσινου χαλιού. Τα κλαδιά των δέντρων κρέμονταν σε διάφορα ύψη, ξεπροβάλλοντας μέσα από τον λευκό μανδύα της ομίχλης σαν πόδια κάποιας γιγάντιας αράχνης. Το μυαλό του έπαιρνε σιγά σιγά στροφές, χωρίς όμως ακόμη να μπορεί να απαντήσει στα πιο σημαντικά: Πού ήταν; Προς τα πού πήγαινε; 
   …Ποιος ήταν; 
   Κάπου εκεί, στη τελευταία του σκέψη, ένας τρόμος τον πλημμύρισε και του έδωσε μια γερή σπρωξιά στο μυαλό, ένα βήμα έξω από το νοερό μεθύσι.    
   Και τότε ήταν που και το περπάτημα του επιτέλους σταμάτησε. 
   Όχι όμως γιατί συνήλθε. Όχι γιατί επιτέλους κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό του. 
Σταμάτησε γιατί η υποτιθέμενη αυτή πορεία που του χάραξε το σιωπηλό δάσος, έφτασε στο τέλος της. Αποσβολωμένος, έμεινε να κοιτάζει μπροστά του με απορία. 

Ένα απόσπασμα από το διήγημα "Αποδοχή"

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Νυχτερινή επισκέπτης

  Στάθηκα έξω από την πόρτα της αποθήκης και αφουγκράστηκα με το αίμα μου παγωμένο. Η Μαρία κοιμόταν ακόμη στη κρεβατοκάμαρα. Δεν είχε ακούσει τίποτα. Ούτε απόψε, ούτε τα προηγούμενα βράδια. Η γυναικεία ομιλία ακουγόταν πλέον ξεκάθαρα πίσω από την πόρτα. Λέξεις παράξενες και ακατανόητες. Η ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί πηγαινοερχόταν σε κύματα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να μπω εκεί μέσα ή να αρχίσω να τρέχω σαν τρελός, όσο πιο μακριά γίνεται. Το σπίτι ήταν θεοσκότεινο. Κάτι μέσα μου ούρλιαζε. Δε το άκουγα όμως. Άπλωσα το χέρι μου και ένιωσα το πόμολο ζεστό. Το έστριψα και η πόρτα υποχώρησε τρίζοντας. Μια γυναίκα λουσμένη με αίμα στεκόταν και με κοίταζε ψέλνοντας σε μια άγνωστη γλώσσα κάτι ακατανόητο. Ήταν η Μαρία.

Η Νυχτερινή επισκέπτης συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή με τα 50 διακριθέντα μικροδιηγήματα του www.120lekseis.com   

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Η απαρχή...

   Τα βήματά του ήταν γρήγορα, έβγαζαν όμως έναν περίεργο ήχο. Δεν ακούγονταν δυνατά, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, κούφια. Ένας πνιχτός ήχος. Κοίταξε το έδαφος, ωστόσο δεν μπορούσε να διακρίνει τι πατούσε ακριβώς, γιατί τα πάντα ήταν βυθισμένα σε πυκνό σκοτάδι. Παρόλα αυτά περπατούσε τόσο γρήγορα που ήταν σαν να έτρεχε, κι ας μην έβλεπε πού πήγαινε. Υπήρχε μία έντονη υγρασία στον λιγοστό αέρα, μία υγρασία που σου έκοβε την ανάσα. Περπατώντας ασταμάτητα, στο βάθος αχνοφάνηκε κάποιο φως. Όσο περνούσε η ώρα, το φως φαινόταν πιο καθαρά. Ήταν μία γραμμή φωτός περίπου στο ύψος των πελμάτων. Φτάνοντας πολύ κοντά πλέον, ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για μία κλειστή πόρτα, όπου το φως από την άλλη πλευρά φαινόταν από το κάτω μέρος σαν μία στενή γραμμή. Το χερούλι της, που μετά βίας φαινόταν, είχε ένα παράξενο σχήμα. Το έπιασε και σπρώχνοντας, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Το φως τύφλωσε μονομιάς τα μάτια του. Τα έκλεισε για δευτερόλεπτα και μόλις τα άνοιξε, αντίκρισε μία τεράστια πόλη την οποία έβλεπε πανοραμικά. Ήταν κάπου ψηλά, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει πού. Λίγα μέτρα μπροστά του βρισκόταν ένας άντρας με γυρισμένη την πλάτη. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι, ήταν αρκετά ψηλός χωρίς μαλλιά και στεκόταν ακίνητος. Κοίταξε την αχανή πόλη και έπειτα τον ακίνητο άντρα. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ήταν λες και κάποιος του είχε ράψει το στόμα με χοντρή κλωστή. Περπάτησε δειλά προς τον άντρα, ενώ τα βήματά του τώρα δεν ακούγονταν καθόλου. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής σταμάτησε και απλώς τον κοίταξε. Ο άντρας με το κοστούμι εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητος έχοντας την πλάτη του γυρισμένη. Σήκωσε αργά το χέρι του και έκανε να ακουμπήσει τον ώμο του άντρα. Δείλιασε για λίγο, ώσπου τελικά τον ακούμπησε. Απροειδοποίητα ο ακίνητος άντρας γύρισε απότομα βγάζοντας έναν απόκοσμο ήχο, έναν ήχο που δεν έμοιαζε ανθρώπινος. Ο ήχος τρύπησε τα τύμπανα των αυτιών του, ενώ οι παλάμες του τα κάλυψαν ακαριαία για να τα προστατέψουν. Τα μάτια του έκλεισαν απότομα και ένιωσε ένα οστικό κύμα να τον πετάει μακριά.

                                                                            
                                                 Ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Σκοτεινές μέρες"